- κανκάν
- τοάκλ.1. είδος χορού2. θορυβώδεις εκδηλώσεις χωρίς λόγο και ιδίως από κακή πρόθεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cancan < αναδιπλασιασμένο θ. can- τού canard «πάπια»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γουινέα — I Παράκτια εδαφική ζώνη στην Αφρική που περιβάλλει τον ομώνυμο κόλπο. Χωρίζεται από το δέλτα του ποταμού Νίγηρα σε δύο τμήματα, τη βόρεια Γ. και τη νότια Γ. Πρόκειται για χαμηλή ακτή, που ανεβαίνει προς το εσωτερικό με αναβαθμίδες, με συχνές… … Dictionary of Greek
Κιντιά — (Kindia). Πόλη (75.910 κάτ. το 2002) της Δημοκρατίας της Γουινέας. Βρίσκεται σε υψόμετρο 400 μ., στις νότιες παραφυάδες του ορεινού όγκου Φουτά Τζαλόν, 130 χλμ. ΒΑ της πρωτεύουσας Κονακρί. Στα περίχωρά της είναι εγκατεστημένο ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek